ωδείνω

ωδείνω
Α
(επικ. τ.) βλ. ωδίνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ωδίνω — ὠδίνω, ΝΜΑ, και μτγν. επικ. τ. ὠδείνω Α [ὠδίς, ῑνος] 1. (για ετοιμόγεννη) έχω ωδίνες, κοιλοπονώ 2. μτφ. αγωνιώ 3. παροιμ. «ώδινεν όρος και έτεκε μυν» λέγεται για προσδοκίες ή υποσχέσεις που απολήγουν σε μηδαμινό αποτέλεσμα μσν. παράγω («μέλισσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”